σωφέρ

σωφέρ
ο, Ν
βλ. σοφέρ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαστοράντζα — η 1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιος («αναβάλλω το βάψιμο τού σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί») 2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).… …   Dictionary of Greek

  • σοφέρ — και σωφέρ, ο, θηλ. σοφερίνα, Ν οδηγός αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chauffeur < chauffer «θερμαίνω, ανάβω (τη μηχανή)»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”